- νυνδί
- νυνδί (Α)επίρρ. βλ. νυνί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυνδί — indeclform iota̱intens (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυνδή — νυνδί indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυνί — και νυνδί (Α) επίρρ. 1. (σχεδόν αποκλειστικά για το παρόν) αυτή τη στιγμή, τώρα δα 2. (σπάν.) όπως τώρα έχουν τα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῦν + δεικτικό επίθημα ῑ (πρβλ. ουχί). Ο τ. νυνδί έχει σχηματιστεί πιθ. κατά τα ἐνθενδί οἐνθαδί] … Dictionary of Greek